Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δελφός
δέλφος
δελφύς
δέμα
δέμας
δεμελέας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδαλίς
δενδίλλω
δενδραῖος
δενδράς
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δενδρίτης
δενδροβατέω
View word page
δενδίλλω
to turn the eyes

ShortDef

to turn the eyes

Debugging

Headword:
δενδίλλω
Headword (normalized):
δενδίλλω
Headword (normalized/stripped):
δενδιλλω
IDX:
20367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20368
Key:

Data

{'content': 'to turn the eyes'}