Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δελφίς
Δελφοί
Δελφός
δέλφος
δελφύς
δέμα
δέμας
δεμελέας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδαλίς
δενδίλλω
δενδραῖος
δενδράς
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
View word page
δέμω
to build

ShortDef

to build

Debugging

Headword:
δέμω
Headword (normalized):
δέμω
Headword (normalized/stripped):
δεμω
IDX:
20365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20366
Key:

Data

{'content': 'to build'}