Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δελφίς
δελφίς
Δελφοί
Δελφός
δέλφος
δελφύς
δέμα
δέμας
δεμελέας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδαλίς
δενδίλλω
δενδραῖος
δενδράς
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
View word page
δεμνιοτήρης
keeping one to one's bed

ShortDef

keeping one to one's bed

Debugging

Headword:
δεμνιοτήρης
Headword (normalized):
δεμνιοτήρης
Headword (normalized/stripped):
δεμνιοτηρης
IDX:
20364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20365
Key:

Data

{'content': "keeping one to one's bed"}