Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δέλφιξ
Δελφίς
δελφίς
Δελφοί
Δελφός
δέλφος
δελφύς
δέμα
δέμας
δεμελέας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδαλίς
δενδίλλω
δενδραῖος
δενδράς
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
View word page
δέμνιον
the bedstead
ShortDef
the bedstead
Debugging
Headword:
δέμνιον
Headword (normalized):
δέμνιον
Headword (normalized/stripped):
δεμνιον
IDX:
20363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20364
Key:
Data
{'content': 'the bedstead'}