Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δελφινοφόρος
δέλφιξ
Δελφίς
δελφίς
Δελφοί
Δελφός
δέλφος
δελφύς
δέμα
δέμας
δεμελέας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδαλίς
δενδίλλω
δενδραῖος
δενδράς
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
View word page
δεμελέας
leeches
ShortDef
leeches
Debugging
Headword:
δεμελέας
Headword (normalized):
δεμελέας
Headword (normalized/stripped):
δεμελεας
IDX:
20362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20363
Key:
Data
{'content': 'leeches'}