Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰθριοκοιτέω
αἴθριον
αἰθριοποιέω
αἴθριος
αἰθροβάτης
αἰθροδόνητος
αἰθροπλανής
αἰθροπολεύω
αἶθρος
αἰθρότοκος
αἴθυγμα
αἴθυια
αἰθυιόθρεπτος
αἰθυκτήρ
αἰθύσσω
αἴθω
Αἴθων
αἴθων
αἰθωπός
αἰκάλλω
αἰκάλος
View word page
αἴθυγμα
gleam, glamour
ShortDef
gleam, glamour
Debugging
Headword:
αἴθυγμα
Headword (normalized):
αἴθυγμα
Headword (normalized/stripped):
αιθυγμα
IDX:
2034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2035
Key:
Data
{'content': 'gleam, glamour'}