Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δελτογράφος
δελτοειδής
δελτόομαι
δελτοποιός
δέλτος
δέλτος2
δελτωτός
δελφάκειος
δελφάκιον
δελφακόομαι
δέλφαξ
Δέλφειος
Δελφικός
δελφινάριον
δελφινίζω
Δελφίνιον
Δελφίνιος
δελφινίς
δελφινοειδής
δελφινόσημος
δελφινοφόρος
View word page
δέλφαξ
a young pig, porker

ShortDef

a young pig, porker

Debugging

Headword:
δέλφαξ
Headword (normalized):
δέλφαξ
Headword (normalized/stripped):
δελφαξ
IDX:
20342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20343
Key:

Data

{'content': 'a young pig, porker'}