Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δελτογράφημα
δελτογράφος
δελτοειδής
δελτόομαι
δελτοποιός
δέλτος
δέλτος2
δελτωτός
δελφάκειος
δελφάκιον
δελφακόομαι
δέλφαξ
Δέλφειος
Δελφικός
δελφινάριον
δελφινίζω
Δελφίνιον
Δελφίνιος
δελφινίς
δελφινοειδής
δελφινόσημος
View word page
δελφακόομαι
to grow up to pighood

ShortDef

to grow up to pighood

Debugging

Headword:
δελφακόομαι
Headword (normalized):
δελφακόομαι
Headword (normalized/stripped):
δελφακοομαι
IDX:
20341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20342
Key:

Data

{'content': 'to grow up to pighood'}