Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δελαστρεύς
δελεάζω
δέλεαρ
δελεάρπαξ
δελέασμα
δελεασμός
δελεάστρα
δέλετρον
δελκανός
δελλίθιον
δέλλις
δέλλις2
Δέλτα
δέλτα
δελτάριον
δελτίον
δελτογράφημα
δελτογράφος
δελτοειδής
δελτόομαι
δελτοποιός
View word page
δέλλις
wasp

ShortDef

wasp
pig

Debugging

Headword:
δέλλις
Headword (normalized):
δέλλις
Headword (normalized/stripped):
δελλις
IDX:
20325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20326
Key:

Data

{'content': 'wasp'}