Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεκτικός
δεκτός
δέκτωρ
δεκυρεύω
δεκώβολον
δεκώρυγος
δελαστρεύς
δελεάζω
δέλεαρ
δελεάρπαξ
δελέασμα
δελεασμός
δελεάστρα
δέλετρον
δελκανός
δελλίθιον
δέλλις
δέλλις2
Δέλτα
δέλτα
δελτάριον
View word page
δελέασμα
bait
ShortDef
bait
Debugging
Headword:
δελέασμα
Headword (normalized):
δελέασμα
Headword (normalized/stripped):
δελεασμα
IDX:
20319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20320
Key:
Data
{'content': 'bait'}