Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεκτήρ
δέκτης
δεκτικός
δεκτός
δέκτωρ
δεκυρεύω
δεκώβολον
δεκώρυγος
δελαστρεύς
δελεάζω
δέλεαρ
δελεάρπαξ
δελέασμα
δελεασμός
δελεάστρα
δέλετρον
δελκανός
δελλίθιον
δέλλις
δέλλις2
Δέλτα
View word page
δέλεαρ
a bait
ShortDef
a bait
Debugging
Headword:
δέλεαρ
Headword (normalized):
δέλεαρ
Headword (normalized/stripped):
δελεαρ
IDX:
20317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20318
Key:
Data
{'content': 'a bait'}