Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεκτέος
δεκτήρ
δέκτης
δεκτικός
δεκτός
δέκτωρ
δεκυρεύω
δεκώβολον
δεκώρυγος
δελαστρεύς
δελεάζω
δέλεαρ
δελεάρπαξ
δελέασμα
δελεασμός
δελεάστρα
δέλετρον
δελκανός
δελλίθιον
δέλλις
δέλλις2
View word page
δελεάζω
to entice
ShortDef
to entice
Debugging
Headword:
δελεάζω
Headword (normalized):
δελεάζω
Headword (normalized/stripped):
δελεαζω
IDX:
20316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20317
Key:
Data
{'content': 'to entice'}