Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δέκμος
δεκτέος
δεκτήρ
δέκτης
δεκτικός
δεκτός
δέκτωρ
δεκυρεύω
δεκώβολον
δεκώρυγος
δελαστρεύς
δελεάζω
δέλεαρ
δελεάρπαξ
δελέασμα
δελεασμός
δελεάστρα
δέλετρον
δελκανός
δελλίθιον
δέλλις
View word page
δελαστρεύς
using bait
ShortDef
using bait
Debugging
Headword:
δελαστρεύς
Headword (normalized):
δελαστρεύς
Headword (normalized/stripped):
δελαστρευς
IDX:
20315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20316
Key:
Data
{'content': 'using bait'}