Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεκήρης
Δεκίδιος
Δέκιος
Δέκμος
δεκτέος
δεκτήρ
δέκτης
δεκτικός
δεκτός
δέκτωρ
δεκυρεύω
δεκώβολον
δεκώρυγος
δελαστρεύς
δελεάζω
δέλεαρ
δελεάρπαξ
δελέασμα
δελεασμός
δελεάστρα
δέλετρον
View word page
δεκυρεύω
to be a decurio
ShortDef
to be a decurio
Debugging
Headword:
δεκυρεύω
Headword (normalized):
δεκυρεύω
Headword (normalized/stripped):
δεκυρευω
IDX:
20312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20313
Key:
Data
{'content': 'to be a decurio'}