Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεκετηρίς
δεκέτης
δεκήρης
Δεκίδιος
Δέκιος
Δέκμος
δεκτέος
δεκτήρ
δέκτης
δεκτικός
δεκτός
δέκτωρ
δεκυρεύω
δεκώβολον
δεκώρυγος
δελαστρεύς
δελεάζω
δέλεαρ
δελεάρπαξ
δελέασμα
δελεασμός
View word page
δεκτός
acceptable

ShortDef

acceptable

Debugging

Headword:
δεκτός
Headword (normalized):
δεκτός
Headword (normalized/stripped):
δεκτος
IDX:
20310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20311
Key:

Data

{'content': 'acceptable'}