Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεκάχοος
δεκάχορδος
Δεκελεῆθεν
Δεκέλεια
Δεκελείαζε
Δεκελεικός
Δεκελεύς
δεκέμβολος
δεκετηρικός
δεκετηρίς
δεκέτης
δεκήρης
Δεκίδιος
Δέκιος
Δέκμος
δεκτέος
δεκτήρ
δέκτης
δεκτικός
δεκτός
δέκτωρ
View word page
δεκέτης
lasting ten years

ShortDef

lasting ten years

Debugging

Headword:
δεκέτης
Headword (normalized):
δεκέτης
Headword (normalized/stripped):
δεκετης
IDX:
20301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20302
Key:

Data

{'content': 'lasting ten years'}