Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγαθοδαίμων
ἀγαθοδοσία
ἀγαθοδότης
ἀγαθοειδής
ἀγαθοεργέω
ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργός
ἀγαθοθέλεια
ἀγαθοθελής
Ἀγαθοκλῆς
ἀγαθολογέω
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποίησις
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγαθοσύμβουλος
ἀγαθότης
ἀγαθοτυχέω
ἀγαθοφανής
ἀγαθοφόρος
View word page
ἀγαθολογέω
use fair words

ShortDef

use fair words

Debugging

Headword:
ἀγαθολογέω
Headword (normalized):
ἀγαθολογέω
Headword (normalized/stripped):
αγαθολογεω
IDX:
202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-203
Key:

Data

{'content': 'use fair words'}