Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεκατόσπορος
δεκατόω
δεκατρεῖς
δεκατώνης
δεκατώνιον
δεκάφυιος
δεκάφυλος
δεκάχαλκον
δεκαχῆ
δεκάχιλοι
δεκάχοος
δεκάχορδος
Δεκελεῆθεν
Δεκέλεια
Δεκελείαζε
Δεκελεικός
Δεκελεύς
δεκέμβολος
δεκετηρικός
δεκετηρίς
δεκέτης
View word page
δεκάχοος
holding ten choes (χόες)

ShortDef

holding ten choes (χόες)

Debugging

Headword:
δεκάχοος
Headword (normalized):
δεκάχοος
Headword (normalized/stripped):
δεκαχοος
IDX:
20291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20292
Key:

Data

{'content': 'holding ten choes (χόες)'}