Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεκατεύω
δεκάτη
δεκατηλογία
δεκατηλόγος
δεκατημοιρία
δεκατημόριον
δεκατηφόρος
δεκατισμός
δέκατος
δεκατόσπορος
δεκατόω
δεκατρεῖς
δεκατώνης
δεκατώνιον
δεκάφυιος
δεκάφυλος
δεκάχαλκον
δεκαχῆ
δεκάχιλοι
δεκάχοος
δεκάχορδος
View word page
δεκατόω
to take tithe of

ShortDef

to take tithe of

Debugging

Headword:
δεκατόω
Headword (normalized):
δεκατόω
Headword (normalized/stripped):
δεκατοω
IDX:
20282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20283
Key:

Data

{'content': 'to take tithe of'}