Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεκαρχία
δέκας
δεκάς
δεκάσημος
δεκάσκαλμος
δεκασμός
δεκάσπορος
δεκασταδιαῖος
δεκαστάδιον
δεκαστάτηρος
δεκάστεγος
δεκάστιχος
δεκάστυλος
δεκάσχημος
δεκαταῖος
δεκαταλαντία
δεκατάλαντος
δεκατάρχης
δεκαταρχία
δεκάταρχος
δεκατέσσαρες
View word page
δεκάστεγος
ten stories high

ShortDef

ten stories high

Debugging

Headword:
δεκάστεγος
Headword (normalized):
δεκάστεγος
Headword (normalized/stripped):
δεκαστεγος
IDX:
20257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20258
Key:

Data

{'content': 'ten stories high'}