Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεκαπρωτεύω
δεκάπρωτοι
δεκάπτυχος
δεκάρουρος
δεκάρταβος
δεκάρχης
δεκαρχία
δέκας
δεκάς
δεκάσημος
δεκάσκαλμος
δεκασμός
δεκάσπορος
δεκασταδιαῖος
δεκαστάδιον
δεκαστάτηρος
δεκάστεγος
δεκάστιχος
δεκάστυλος
δεκάσχημος
δεκαταῖος
View word page
δεκάσκαλμος
with ten banks of oars

ShortDef

with ten banks of oars

Debugging

Headword:
δεκάσκαλμος
Headword (normalized):
δεκάσκαλμος
Headword (normalized/stripped):
δεκασκαλμος
IDX:
20251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20252
Key:

Data

{'content': 'with ten banks of oars'}