Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἴθουσα
αἶθοψ
Αἴθρα
αἴθρανος
αἴθρη
αἰθρηγενής
αἰθρία
αἰθριάζω
αἰθρίασις
αἰθριάω
αἰθριοκοιτέω
αἴθριον
αἰθριοποιέω
αἴθριος
αἰθροβάτης
αἰθροδόνητος
αἰθροπλανής
αἰθροπολεύω
αἶθρος
αἰθρότοκος
αἴθυγμα
View word page
αἰθριοκοιτέω
to sleep in open air

ShortDef

to sleep in open air

Debugging

Headword:
αἰθριοκοιτέω
Headword (normalized):
αἰθριοκοιτέω
Headword (normalized/stripped):
αιθριοκοιτεω
IDX:
2024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2025
Key:

Data

{'content': 'to sleep in open air'}