Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεκαπλασιάζω
δεκαπλάσιος
δεκάπλεθρος
δεκάπλευρος
δεκάπληγος
δεκάπλοκος
δεκαπλόος
δεκάπολις
δεκάπους
δεκαπρωτεία
δεκαπρωτεύω
δεκάπρωτοι
δεκάπτυχος
δεκάρουρος
δεκάρταβος
δεκάρχης
δεκαρχία
δέκας
δεκάς
δεκάσημος
δεκάσκαλμος
View word page
δεκαπρωτεύω
serve as member of δεκάπρωτοι

ShortDef

serve as member of δεκάπρωτοι

Debugging

Headword:
δεκαπρωτεύω
Headword (normalized):
δεκαπρωτεύω
Headword (normalized/stripped):
δεκαπρωτευω
IDX:
20241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20242
Key:

Data

{'content': 'serve as member of δεκάπρωτοι'}