Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεκαπέντε
δεκάπηχυς
δεκαπλασιάζω
δεκαπλάσιος
δεκάπλεθρος
δεκάπλευρος
δεκάπληγος
δεκάπλοκος
δεκαπλόος
δεκάπολις
δεκάπους
δεκαπρωτεία
δεκαπρωτεύω
δεκάπρωτοι
δεκάπτυχος
δεκάρουρος
δεκάρταβος
δεκάρχης
δεκαρχία
δέκας
δεκάς
View word page
δεκάπους
ten feet long
ShortDef
ten feet long
Debugging
Headword:
δεκάπους
Headword (normalized):
δεκάπους
Headword (normalized/stripped):
δεκαπους
IDX:
20239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20240
Key:
Data
{'content': 'ten feet long'}