Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεκάπαλαι
δεκάπεδον
δεκαπέντε
δεκάπηχυς
δεκαπλασιάζω
δεκαπλάσιος
δεκάπλεθρος
δεκάπλευρος
δεκάπληγος
δεκάπλοκος
δεκαπλόος
δεκάπολις
δεκάπους
δεκαπρωτεία
δεκαπρωτεύω
δεκάπρωτοι
δεκάπτυχος
δεκάρουρος
δεκάρταβος
δεκάρχης
δεκαρχία
View word page
δεκαπλόος
ten-fold
ShortDef
ten-fold
Debugging
Headword:
δεκαπλόος
Headword (normalized):
δεκαπλόος
Headword (normalized/stripped):
δεκαπλοος
IDX:
20237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20238
Key:
Data
{'content': 'ten-fold'}