Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεκανικός
δεκανός
δεκαοκτώ
δεκαολυμπιονίκης
δεκάπαλαι
δεκάπεδον
δεκαπέντε
δεκάπηχυς
δεκαπλασιάζω
δεκαπλάσιος
δεκάπλεθρος
δεκάπλευρος
δεκάπληγος
δεκάπλοκος
δεκαπλόος
δεκάπολις
δεκάπους
δεκαπρωτεία
δεκαπρωτεύω
δεκάπρωτοι
δεκάπτυχος
View word page
δεκάπλεθρος
enclosing ten

ShortDef

enclosing ten

Debugging

Headword:
δεκάπλεθρος
Headword (normalized):
δεκάπλεθρος
Headword (normalized/stripped):
δεκαπλεθρος
IDX:
20233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20234
Key:

Data

{'content': 'enclosing ten'}