Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεκάδαρχος
δεκαδεύς
δεκαδικός
δεκαδιστής
δεκαδοῦχος
δεκάδραχμος
δεκάδρομοι
δεκαδύο
δεκάδωρος
δεκαέννατος
δεκαεννέα
δεκαεπτά
δεκαέτηρος
δεκαετής
δεκαετία
δεκάζω
δεκάκις
δεκάκλινος
δεκακότυλος
δεκακυμία
δεκάλιτρος
View word page
δεκαεννέα
nineteen

ShortDef

nineteen

Debugging

Headword:
δεκαεννέα
Headword (normalized):
δεκαεννέα
Headword (normalized/stripped):
δεκαεννεα
IDX:
20197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20198
Key:

Data

{'content': 'nineteen'}