Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεκαδάρχης
δεκαδαρχία
δεκάδαρχος
δεκαδεύς
δεκαδικός
δεκαδιστής
δεκαδοῦχος
δεκάδραχμος
δεκάδρομοι
δεκαδύο
δεκάδωρος
δεκαέννατος
δεκαεννέα
δεκαεπτά
δεκαέτηρος
δεκαετής
δεκαετία
δεκάζω
δεκάκις
δεκάκλινος
δεκακότυλος
View word page
δεκάδωρος
ten palms long
ShortDef
ten palms long
Debugging
Headword:
δεκάδωρος
Headword (normalized):
δεκάδωρος
Headword (normalized/stripped):
δεκαδωρος
IDX:
20195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20196
Key:
Data
{'content': 'ten palms long'}