Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δείσοζος
δέκα
δεκάβαθμος
δεκαβάμων
δεκάβοιος
δεκαγονία
δεκαγώνιον
δεκάγωνον
δεκαδάκτυλος
δεκαδαρχέω
δεκαδάρχης
δεκαδαρχία
δεκάδαρχος
δεκαδεύς
δεκαδικός
δεκαδιστής
δεκαδοῦχος
δεκάδραχμος
δεκάδρομοι
View word page
δεκαδάκτυλος
ten fingers long

ShortDef

ten fingers long

Debugging

Headword:
δεκαδάκτυλος
Headword (normalized):
δεκαδάκτυλος
Headword (normalized/stripped):
δεκαδακτυλος
IDX:
20183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20184
Key:

Data

{'content': 'ten fingers long'}