Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δεισήνωρ
δεισήνωρ
δεισία
δεισιδαιμονέω
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δείσοζος
δέκα
δεκάβαθμος
δεκαβάμων
δεκάβοιος
δεκαγονία
δεκαγώνιον
δεκάγωνον
δεκαδάκτυλος
δεκαδαρχέω
δεκαδάρχης
δεκαδαρχία
δεκάδαρχος
δεκαδεύς
δεκαδικός
View word page
δεκάβοιος
worth ten oxen
ShortDef
worth ten oxen
Debugging
Headword:
δεκάβοιος
Headword (normalized):
δεκάβοιος
Headword (normalized/stripped):
δεκαβοιος
IDX:
20179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20180
Key:
Data
{'content': 'worth ten oxen'}