Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δειροτομέω
δείς
δεῖσα
Δεισήνωρ
δεισήνωρ
δεισία
δεισιδαιμονέω
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δείσοζος
δέκα
δεκάβαθμος
δεκαβάμων
δεκάβοιος
δεκαγονία
δεκαγώνιον
δεκάγωνον
δεκαδάκτυλος
δεκαδαρχέω
δεκαδάρχης
δεκαδαρχία
View word page
δέκα
ten
ShortDef
ten
Debugging
Headword:
δέκα
Headword (normalized):
δέκα
Headword (normalized/stripped):
δεκα
IDX:
20176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20177
Key:
Data
{'content': 'ten'}