Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δειραῖος
δειράς
δειραχθής
δειρή
δειροκύπελλον
δειρόπαις
δειροτομέω
δείς
δεῖσα
Δεισήνωρ
δεισήνωρ
δεισία
δεισιδαιμονέω
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δείσοζος
δέκα
δεκάβαθμος
δεκαβάμων
δεκάβοιος
δεκαγονία
View word page
δεισήνωρ
fearing man

ShortDef

Deisenor
fearing man

Debugging

Headword:
δεισήνωρ
Headword (normalized):
δεισήνωρ
Headword (normalized/stripped):
δεισηνωρ
IDX:
20170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20171
Key:

Data

{'content': 'fearing man'}