Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δειπνοφορία
δειπνοφόρος
δειρά
δειραῖος
δειράς
δειραχθής
δειρή
δειροκύπελλον
δειρόπαις
δειροτομέω
δείς
δεῖσα
Δεισήνωρ
δεισήνωρ
δεισία
δεισιδαιμονέω
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δείσοζος
δέκα
δεκάβαθμος
View word page
δείς
no one

ShortDef

no one

Debugging

Headword:
δείς
Headword (normalized):
δείς
Headword (normalized/stripped):
δεις
IDX:
20167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20168
Key:

Data

{'content': 'no one'}