Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δειπνοσοφιστής
δειπνοφορία
δειπνοφόρος
δειρά
δειραῖος
δειράς
δειραχθής
δειρή
δειροκύπελλον
δειρόπαις
δειροτομέω
δείς
δεῖσα
Δεισήνωρ
δεισήνωρ
δεισία
δεισιδαιμονέω
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δείσοζος
δέκα
View word page
δειροτομέω
to cut the throat

ShortDef

to cut the throat

Debugging

Headword:
δειροτομέω
Headword (normalized):
δειροτομέω
Headword (normalized/stripped):
δειροτομεω
IDX:
20166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20167
Key:

Data

{'content': 'to cut the throat'}