Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δειπνοποιΐα
δειπνοποιός
δειπνοσοφιστής
δειπνοφορία
δειπνοφόρος
δειρά
δειραῖος
δειράς
δειραχθής
δειρή
δειροκύπελλον
δειρόπαις
δειροτομέω
δείς
δεῖσα
Δεισήνωρ
δεισήνωρ
δεισία
δεισιδαιμονέω
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
View word page
δειροκύπελλον
long-necked cup

ShortDef

long-necked cup

Debugging

Headword:
δειροκύπελλον
Headword (normalized):
δειροκύπελλον
Headword (normalized/stripped):
δειροκυπελλον
IDX:
20164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20165
Key:

Data

{'content': 'long-necked cup'}