Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δειπνοποιέω
δειπνοποιΐα
δειπνοποιός
δειπνοσοφιστής
δειπνοφορία
δειπνοφόρος
δειρά
δειραῖος
δειράς
δειραχθής
δειρή
δειροκύπελλον
δειρόπαις
δειροτομέω
δείς
δεῖσα
Δεισήνωρ
δεισήνωρ
δεισία
δεισιδαιμονέω
δεισιδαιμονία
View word page
δειρή
the neck, throat

ShortDef

the neck, throat

Debugging

Headword:
δειρή
Headword (normalized):
δειρή
Headword (normalized/stripped):
δειρη
IDX:
20163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20164
Key:

Data

{'content': 'the neck, throat'}