Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δειπνοπίθηκος
δειπνοποιέω
δειπνοποιΐα
δειπνοποιός
δειπνοσοφιστής
δειπνοφορία
δειπνοφόρος
δειρά
δειραῖος
δειράς
δειραχθής
δειρή
δειροκύπελλον
δειρόπαις
δειροτομέω
δείς
δεῖσα
Δεισήνωρ
δεισήνωρ
δεισία
δεισιδαιμονέω
View word page
δειραχθής
heavy on the neck

ShortDef

heavy on the neck

Debugging

Headword:
δειραχθής
Headword (normalized):
δειραχθής
Headword (normalized/stripped):
δειραχθης
IDX:
20162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20163
Key:

Data

{'content': 'heavy on the neck'}