Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεῖνος
δεινός
δείνοσμος
δεινότης
δεινόω
δείνωμα
δείνωσις
δεινωτικός
δεινώψ
δεῖξις
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνηστύς
δειπνητήριον
δειπνητής
δειπνητικός
δειπνίζω
δειπνοκλήτωρ
δειπνοκρίτης
δειπνολογία
δειπνολόχος
View word page
δειπνέω
to make a meal

ShortDef

to make a meal

Debugging

Headword:
δειπνέω
Headword (normalized):
δειπνέω
Headword (normalized/stripped):
δειπνεω
IDX:
20139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20140
Key:

Data

{'content': 'to make a meal'}