Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεινοκάθεκτος
Δεινοκράτης
δεινολεχής
δεινολογέομαι
δεινολογία
Δεινομένειος
δεινοπάθεια
δεινοπαθέω
δεινοποιέω
δεινόπους
δεινοπροσωπέω
δεῖνος
δεινός
δείνοσμος
δεινότης
δεινόω
δείνωμα
δείνωσις
δεινωτικός
δεινώψ
δεῖξις
View word page
δεινοπροσωπέω
to be stern of countenance
ShortDef
to be stern of countenance
Debugging
Headword:
δεινοπροσωπέω
Headword (normalized):
δεινοπροσωπέω
Headword (normalized/stripped):
δεινοπροσωπεω
IDX:
20128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20129
Key:
Data
{'content': 'to be stern of countenance'}