Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεινοβίης
δεινοθέτης
δεινοκάθεκτος
Δεινοκράτης
δεινολεχής
δεινολογέομαι
δεινολογία
Δεινομένειος
δεινοπάθεια
δεινοπαθέω
δεινοποιέω
δεινόπους
δεινοπροσωπέω
δεῖνος
δεινός
δείνοσμος
δεινότης
δεινόω
δείνωμα
δείνωσις
δεινωτικός
View word page
δεινοποιέω
amplify
ShortDef
amplify
Debugging
Headword:
δεινοποιέω
Headword (normalized):
δεινοποιέω
Headword (normalized/stripped):
δεινοποιεω
IDX:
20126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20127
Key:
Data
{'content': 'amplify'}