Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεινιάς
δεινοβίης
δεινοθέτης
δεινοκάθεκτος
Δεινοκράτης
δεινολεχής
δεινολογέομαι
δεινολογία
Δεινομένειος
δεινοπάθεια
δεινοπαθέω
δεινοποιέω
δεινόπους
δεινοπροσωπέω
δεῖνος
δεινός
δείνοσμος
δεινότης
δεινόω
δείνωμα
δείνωσις
View word page
δεινοπαθέω
to complain loudly of sufferings

ShortDef

to complain loudly of sufferings

Debugging

Headword:
δεινοπαθέω
Headword (normalized):
δεινοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
δεινοπαθεω
IDX:
20125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20126
Key:

Data

{'content': 'to complain loudly of sufferings'}