Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
Δεῖμος
δειμός
δεῖνα
δεινάζω
δειναυξῆσαι
δεινιάς
δεινοβίης
δεινοθέτης
δεινοκάθεκτος
Δεινοκράτης
δεινολεχής
δεινολογέομαι
δεινολογία
Δεινομένειος
δεινοπάθεια
δεινοπαθέω
δεινοποιέω
δεινόπους
View word page
δεινοθέτης
a knave

ShortDef

a knave

Debugging

Headword:
δεινοθέτης
Headword (normalized):
δεινοθέτης
Headword (normalized/stripped):
δεινοθετης
IDX:
20117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20118
Key:

Data

{'content': 'a knave'}