Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δειματοσταγής
δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
Δεῖμος
δειμός
δεῖνα
δεινάζω
δειναυξῆσαι
δεινιάς
δεινοβίης
δεινοθέτης
δεινοκάθεκτος
Δεινοκράτης
δεινολεχής
δεινολογέομαι
δεινολογία
Δεινομένειος
δεινοπάθεια
δεινοπαθέω
δεινοποιέω
View word page
δεινοβίης
terribly strong
ShortDef
terribly strong
Debugging
Headword:
δεινοβίης
Headword (normalized):
δεινοβίης
Headword (normalized/stripped):
δεινοβιης
IDX:
20116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20117
Key:
Data
{'content': 'terribly strong'}