Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δειματίας
δειματόεις
δειματοποιός
δειματοσταγής
δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
Δεῖμος
δειμός
δεῖνα
δεινάζω
δειναυξῆσαι
δεινιάς
δεινοβίης
δεινοθέτης
δεινοκάθεκτος
Δεινοκράτης
δεινολεχής
δεινολογέομαι
δεινολογία
Δεινομένειος
View word page
δεινάζω
to be in straits
ShortDef
to be in straits
Debugging
Headword:
δεινάζω
Headword (normalized):
δεινάζω
Headword (normalized/stripped):
δειναζω
IDX:
20113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20114
Key:
Data
{'content': 'to be in straits'}