Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δειματηρός
δειματίας
δειματόεις
δειματοποιός
δειματοσταγής
δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
Δεῖμος
δειμός
δεῖνα
δεινάζω
δειναυξῆσαι
δεινιάς
δεινοβίης
δεινοθέτης
δεινοκάθεκτος
Δεινοκράτης
δεινολεχής
δεινολογέομαι
δεινολογία
View word page
δεῖνα
such an one, a certain one

ShortDef

such an one, a certain one

Debugging

Headword:
δεῖνα
Headword (normalized):
δεῖνα
Headword (normalized/stripped):
δεινα
IDX:
20112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20113
Key:

Data

{'content': 'such an one, a certain one'}