Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δειμαλέος
δειματηρός
δειματίας
δειματόεις
δειματοποιός
δειματοσταγής
δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
Δεῖμος
δειμός
δεῖνα
δεινάζω
δειναυξῆσαι
δεινιάς
δεινοβίης
δεινοθέτης
δεινοκάθεκτος
Δεινοκράτης
δεινολεχής
δεινολογέομαι
View word page
δειμός
fear, terror

ShortDef

fear, terror

Debugging

Headword:
δειμός
Headword (normalized):
δειμός
Headword (normalized/stripped):
δειμος
IDX:
20111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20112
Key:

Data

{'content': 'fear, terror'}