Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειματηρός
δειματίας
δειματόεις
δειματοποιός
δειματοσταγής
δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
Δεῖμος
δειμός
δεῖνα
δεινάζω
δειναυξῆσαι
δεινιάς
δεινοβίης
δεινοθέτης
δεινοκάθεκτος
Δεινοκράτης
View word page
δειμάτωσις
scaring
ShortDef
scaring
Debugging
Headword:
δειμάτωσις
Headword (normalized):
δειμάτωσις
Headword (normalized/stripped):
δειματωσις
IDX:
20109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20110
Key:
Data
{'content': 'scaring'}