Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰθήρ
αἰθής
αἴθινος
Αἴθιξ
Αἰθίοπες
Αἰθιοπία
αἰθιοπίζω
Αἰθιοπικός
Αἰθιοπίς
Αἰθίοψ
αἰθόλιξ
αἰθόμενος
αἶθος
αἰθός
αἴθουσα
αἶθοψ
Αἴθρα
αἴθρανος
αἴθρη
αἰθρηγενής
αἰθρία
View word page
αἰθόλιξ
pustule, pimple
ShortDef
pustule, pimple
Debugging
Headword:
αἰθόλιξ
Headword (normalized):
αἰθόλιξ
Headword (normalized/stripped):
αιθολιξ
IDX:
2010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2011
Key:
Data
{'content': 'pustule, pimple'}