Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δειλόψυχος
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειματηρός
δειματίας
δειματόεις
δειματοποιός
δειματοσταγής
δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
Δεῖμος
δειμός
δεῖνα
δεινάζω
δειναυξῆσαι
δεινιάς
δεινοβίης
δεινοθέτης
δεινοκάθεκτος
View word page
δειματώδης
terrible, frightful

ShortDef

terrible, frightful

Debugging

Headword:
δειματώδης
Headword (normalized):
δειματώδης
Headword (normalized/stripped):
δειματωδης
IDX:
20108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20109
Key:

Data

{'content': 'terrible, frightful'}