Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δειλός
δειλότης
δειλόψυχος
δεῖμα
δειμαίνω
δειμαλέος
δειματηρός
δειματίας
δειματόεις
δειματοποιός
δειματοσταγής
δειματόω
δειματώδης
δειμάτωσις
Δεῖμος
δειμός
δεῖνα
δεινάζω
δειναυξῆσαι
δεινιάς
δεινοβίης
View word page
δειματοσταγής
reeking with horror

ShortDef

reeking with horror

Debugging

Headword:
δειματοσταγής
Headword (normalized):
δειματοσταγής
Headword (normalized/stripped):
δειματοσταγης
IDX:
20106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20107
Key:

Data

{'content': 'reeking with horror'}